- γλυκύμηλον
- γλυκύμηλονsweet-appleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκύμηλον — το βλ. γλυκόμηλο … Dictionary of Greek
γλυκύμηλα — γλυκύμηλον sweet apple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
γλυκόμηλο — (AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον) ο καρπός τής γλυκομηλιάς (α. «έκαμν άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνός β. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ ὄσδῳ» κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη… … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek